- ουλοκαρηνος
- οὐλοκάρηνοςοὐλο-κάρηνοςI2(ᾰ) [οὖλος III] с курчавой головой Hom.II2(ᾰ) [οὖλος I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ουλοκάρηνος — οὐλοκάρηνος, ον (Α) αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
οὐλοκάρηνος — with crisp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκάρηνον — οὐλοκάρηνος with crisp masc/fem acc sg οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλοκάρηνα — οὐλοκάρηνος with crisp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλοκέφαλος — οὐλοκέφαλος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κεφαλή] … Dictionary of Greek
ουλόκρανος — οὐλὁκρανος, ον (Α) ουλοκάρηνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα τού κεφαλιού»] … Dictionary of Greek